- σείοντες
- σείωshakefut part act masc nom/voc pl (epic)σείωshakepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαθησείοντες — μαθησείοντες, oἱ (Μ) αυτοί που έχουν έφεση για μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθηση + σείοντες, μτχ. τού σείω] … Dictionary of Greek
δρασείοντες — δρᾱσείοντες , δρασείω have a mind to do pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)